Κυριακή 1 Απριλίου 2018

από το πεζογραφικό έργο του Μόντη "Κλειστές πόρτες"


Ποῦ είχαν πέσει οι βόμβες, ποῦ είχαν βάλει τούς δυναμίτες κανένας στη γειτονιά μας δεν μπορούσε να πει… ο χώρος είχε συμπτηχθεί… η Λευκωσία ολάκερη έμεινε χωρίς έκταση κι οι εκρήξεις θαρρούσες είχαν ακουστεί όλες απέξω από την πόρτα σου (Εσένα χτυπούσαν την πόρτα μέσ’ στη νύχτα, εσένα ήθελαν να βγεις να σου πουν, είχαν κάτι να σου πουν)…

Και την άλλη μέρα διαβάζαμε και το πρώτο πολυγραφημένο φυλλάδιο, που το βρήκαμε σκορπισμένο στους δρόμους. Έλεγε πως  ‘Με τη βοήθεια τοῦ θεού, με πίστη στον τίμιο αγώνα…’

…Το διαβάσαμε πρώτα γρήγορα-γρήγορα (μια λέξη ήταν όλο, μια συλλαβή), ύστερα το ξαναδιαβάσαμε αργά και προσεχτικά, απομονωθήκαμε και σκύψαμε από πάνω του, ακουμπήσαμε απάνω του (εμείς κι εκείνο μονάχα και κοντά ο ένας στον άλλο, αντικριστά, μάτια με μάτια) και το ξαναδιαβάσαμε τρίτη, τέταρτη, πέμπτη φορά. Έπειτα το κυτάζαμε από τις δυο πλευρές χωρίς να το διαβάζουμε… και το φυλλάδιο άρχισε σιγά-σιγά να φουσκώνει, ν’ αναπνέει, να ζει μεσ’ στη χούφτα μας, να διεισδύει μέσα μας…

…Αργήσαμε να μπούμε στις λεπτομέρειές του. Εόκα; Ε-ό-κ-α. Προσπαθούσαμε να βρούμε ποιων λέξεων (χρυσών, τυχερών λέξεων) τ’ αρχικά έφτιαξαν αυτό το όμορφο όνομα. Εόκα. Μα ποῦ ήταν κρυμμένο τόσους αιώνες και περίμενε; Πῶς δεν υπελάνθανε στα παραμύθια τῆς γιαγιάς, πῶς δεν παρεισέδυε στούς ψιθύρους τῆς νύχτας;

Έπειτα, όταν κόπασε ο πρώτος κλονισμός (όχι ‘κλονισμός’, κάτι άλλο) άρχισαν (όχι ‘άρχισαν’, απλώς πήραν σειρά, απλώς ανέκυψαν απ’ τη δεύτερη μοίρα που είχαν σπρωχτή) τα μεγάλα μας ερωτήματα: Ποιοι αποτελούσαν αυτή την Εόκα και ποιος ήταν αυτός ο Διγενής;

…Ποιος ήταν που τολμούσε να πάρει το όνομα τοῦ μεγαλύτερου ήρωα τῆς παιδικής μας φαντασίας, που σαράντα μέρες πάλεψε στα σιδερένια αλώνια με το χάρο (‘τζαμαί πό’ πκιανεν ο Διενής τα γαίματα πιτούσαν’) και το νίκησε; Κι όχι να πεις ήρωα των παραμυθιών, μ’ αληθινού. Την είχαμε δει την ‘πέτρα’ του που πέταξε στη θάλασσα… (την καρδιά του που πέταξε στη θάλασσα ν’ ανταμώνει τα κύματα έξω απ’ τα τείχη τῆς στεριάς, ν’ αντιπαραβγαίνη γυμνή τα κύματα), ξέραμε τα μέρη που περπάτησε, κάτω από ποιο κομμάτι ουρανού συνοφρυώθηκε…

Ποῦ να ξέραμε, ποῦ να περνούσε, έστω και σαν υποψία απ’ το μυαλό μας (όσο παιδικό κι αν ήταν, όσο πρόθυμο, όσο μεθυσμένο) πως ένα τέτοιο απύθμενο όνομα δε θα χωρούσε τον καινούργιο μας ήρωα. Ποῦ να ξέραμε, ποῦ να περνούσε, έστω και σαν υποψία απ’ το μυαλό μας πως αυτή η Εόκα κι ο ‘αρχηγός Διγενής’ θα αιχμαλώτιζαν τέσσερα χρόνια όχι πια τη δική μας μονάχα παιδική φαντασία μα και τη φαντασία εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Ποῦ να ξέραμε (ποιος να το πίστευε) όταν διαβάζαμε το πρώτο εκείνο φυλλάδιο πως κι ο καινούριος Διγενής θα πολεμούσε τον χάρο και θα τον νικούσε (‘Τζαμαί πό’ πκιανεν ο Διενής’)… Και δοθήκαμε με όλη μας τη ψυχή σε εκείνο το φυλλάδιο από την πρώτη στιγμή, το πιστέψαμε από την πρώτη στιγμή (πιστέψαμε τον Διγενή Διγενή, πιστέψαμε τ’ αλώνια αλώνια), το κάναμε δικό μας, τοῦ ορκιστήκαμε, το δέσαμε κόμπο στο μαντήλι μας, το καρφιτσώσαμε στην καρδιά μας. Και το τσαλακώναμε έπειτα στη χούφτα μας όταν μᾶς έκαναν τα βασανιστήρια και τῆς μπήγαμε τα νύχια από πόνο, και το κρατούσαμε απ’ το χέρι κι ορμούσαμε μαζί του να γρατσουνίσουμε τα πολυβόλα. Απ’ την πρώτη στιγμή ως το τέλος. Τίποτε ενδιάμεσο δεν μᾶς επηρέασε, τίποτε ενδιάμεσο δεν μπόρεσε να μας μετακινήσει απ’ την πεποίθησή μας.

Κώστας Μόντης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου